Σουηβία

Σουηβία
(Schwaben). Ιστορική περιοχή της νοτιοδυτικής Γερμανίας. Συνορεύει στα Δ με τη Γαλλία, στα Ν με την Ελβετία και στα Α με τη Βαυαρία και αντιστοιχεί προς τις σημερινές διοικητικές περιφέρειες (Bezirke) του Νότιου Μπάντεν (Sudbaden), του Χοεντσόλερν, της Νότιας Βυρτεμβέργης (Sudwiirttemberg), που περιλαμβάνονται στο ομόσπονδο κρατίδιο Μπάντεν - Βύρτεμπεργκ, και προς το διαμέρισμα της Σουηβίας (Schwaben) του ομόσπονδου κρατίδιου της Βαυαρίας (Bayern). Η περιοχή καλύπτεται από το Μέλανα Δρυμό (Schwarzwald), το νότιο Ιούρα και το δυτικό τομέα του σουηβοβαυαρικού υψίπεδου. Κύριες πόλεις είναι το Φράιμπουργκ, το Τύμπινγκεν, το Τούτλινγκεν, το Μέμινγκεν, το Κέμπτεν και το Άουγκσμπουργκ. Ιστορία . Με το όνομα Σ. οι Ρωμαίοι χαρακτήριζαν μια μεγάλη περιοχή πέρα από τα όρια της αυτοκρατορίας, που περιλαμβανόταν μεταξύ της Βαλτικής και του Ρήνου. Τον 3o αι. δέχτηκε την εισβολή αλαμανικών φύλων, από τα οποία πήρε το όνομά της (Αλαμανία), αλλά όταν το όνομα κατάληξε να σημαίνει ολόκληρη τη Γερμανία, η περιοχή ξαναπήρε την παλιά της ονομασία. Για ένα διάστημα (10ος αι.) υπήρξε δουκάτο με το Βουρκάρδο και κατόπιν με το Λουδόλφο. Οι Χόχενσταουφεν (οι «Σουήβοι») την κατέλαβαν κατά τα τέλη του 11ου αι. και την κράτησαν ως το 1268. Κατόπιν το δουκάτο διαμελίστηκε και μόνο μετά το 1495 η ιστορία της χώρας μπορεί να ταυτιστεί ως ένα σημείο με την ιστορία του δουκάτου της Βυρτεμβέργης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Βαυαρία — (Bayern). Ομόσπονδο κράτος (70.547 τ. χλμ., 12.154.967 κάτ.) της Γερμανικής Δημοκρατίας, της οποίας καταλαμβάνει το νοτιοανατολικό τμήμα. Συνορεύει Ν και ΝΑ με την Αυστρία, Α με την Τσεχία, Δ και ΒΔ με τα κρατίδια του Μπάντεν Βίρτερμπεργκ και της …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • σουηβικός — ή, ό, Ν [Σουηβοί] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Σουηβούς ή στη Σουηβία (α. «σουηβική περιοχή» β. «Σουηβική Ένωση») 2. φρ. «Σουηβικός Ιούρας» ορεινός όγκος τής νοτιοδυτικής Γερμανίας …   Dictionary of Greek

  • αγροτικά κινήματα και εξεγέρσεις — Γενικά με τον όρο αυτό νοούνται οι μαζικοί και βίαιοι αγώνες που διεξάγει η αγροτική τάξη για να υπερασπιστεί τα συμφέροντά της. Οι αγώνες αυτοί έχουν χαρακτήρα άλλοτε αιφνίδιο, αυθόρμητο και ανοργάνωτο (εξεγέρσεις) και άλλοτε καλύτερα… …   Dictionary of Greek

  • Αλβέρτος ο Μέγας — (Albertus Magnus, Λόιγκεν, Σουηβία, περ. 1200 Κολονία 1280). Δομινικανός φιλόσοφος και θεολόγος, δάσκαλος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Σπούδασε στην Πάντοβα και δίδαξε στο Ρέγκενσμπουργκ, στο Παρίσι και στην Κολονία, όπου διηύθυνε τη Γαλλική… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαφρίντ Στράβων — (Walafrid Strabo, Σουηβία 808 –849). Γερμανός θεολόγος και συγγραφέας. Μαθητής του Ραμπάνο Μάουρο στο μοναστήρι της Φούλντα και αργότερα παιδαγωγός του Καρόλου του Φαλακρού στην αυλή του Λουδοβίκου του Ευσεβούς. Από το 838, διετέλεσε ηγούμενος… …   Dictionary of Greek

  • Βυρτεμβέργη — (Württemberg). Ιστορική γεωγραφική περιοχή της νότιας Γερμανίας και παλαιότερα ανεξάρτητο κρατίδιο (έδρα των Σουήβων), τμήμα του σημερινού ομόσπονδου κράτους Μπάντεν Βίρτεμπεργκ. Κατά τον 1o αι. έγινε αποικία των Ρωμαίων και αργότερα δέχτηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κόνραντ — I (Conrad, Τουλούζ 925 – 993). Βασιλιάς της Βουργουνδίας (937 995), γνωστός ως Κ. ο Ειρηνικός. Ανήλθε στον θρόνο μετά τον θάνατο του πατέρα του, Ροδόλφου Β’. Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, καταδιώχθηκαν οι ομάδες των Σαρακηνών και των… …   Dictionary of Greek

  • μάλμιο — Γεωλογικός σχηματισμός ο οποίος αντιστοιχεί στην τρίτη και τελευταία υποπερίοδο της ιουρασικής περιόδου, δηλαδή της μεσαίας περιόδου του μεσοζωικού αιώνα. Το Μ. άρχισε πριν από περίπου 154 εκατ. χρονια και διήρκεσε περίπου 10 εκατ. χρόνια. ’Τα… …   Dictionary of Greek

  • Μαξιμιλιανός — I (Maximilian). Όνομα αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Μ. A’ (Νόισταντ Βιέννης 1459 – Βελς 1519). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους (1493 1519). Ήταν πρωτότοκος γιος του αυτοκράτορα Φρειδερίκου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”